- στέρξιμο
- και στρέξιμο, το, Ν [στέργω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στέργω, συναίνεση, συγκατάθεση2. φρ. «στέρξιμο ονείρου»μτφ. επαλήθευση ονείρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στέρξιμο — στέρξιμο, το και στρέξιμο, το 1. συγκατάθεση, συναίνεση. 2. «στρέξιμο ονείρου», επαλήθευση ονείρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρέξιμο — το, Ν βλ. στέρξιμο … Dictionary of Greek
στρέξιμο — το βλ. στέρξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)